Ένα άρθρο των Γιάννη Τσιώμη και Δημήτρη Φραγκούλη, δημοσιευμένο τον Ιούνιο 1989, στο περιοδικό ΑΝΤΙ (τεύχος 409), θίγει ζητήματα υγιούς διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς της Αίγινας, με προφητικό τρόπο. Ως αντιπροσωπευτικά κεντρικά θέματα του άρθρου, οι συγγραφείς του είχαν επιλέξει τη βυζαντινή Παλιαχώρα και το Σπίτι του Ροδάκη. Το, κάπως ανατρεπτικό για την Εποχή του, κείμενο μας θυμίζει ότι αν ορισμένα πράγματα είχαν γίνει έγκαιρα και όπως έπρεπε, σήμερα δεν θα "τρέχαμε" να προλάβουμε τις εξελίξεις και είναι το εξής:
"Σε μια ώρα από την Αθήνα, με το φέρυ-μπoτ, η Αίγινα. Και στα μεσόγεια του νησιού ένα αρχιτεκτονικό φαινόμενο.
Η Αφαία; Όχι!
Ο Άγιος Νεκτάριος! Η εκκλησία αυτή παρουσιάζει το εξής ενδιαφέρον. Αρχιτεκτονικά εκφράζει την επικερδέστατη επιχείρηση, την πλούσια επιχείρηση. Με την λαξευμένη πέτρα, τους παχύσαρκους όγκους, τους βαριούς τρούλους, τις φλύαρες τοξοστοιχίες, η αρχιτεκτονική αυτή εκφράζει την επιτυχία ενός ορισμένου εμπορικού πνεύματος που κυριάρχησε στην Ελλάδα και κατάστρεψε πόλεις, τοπία και χωριά.
Λίγο πιο πέρα, κείται η αποτυχία της αρχιτεκτονικής μας ιστορίας, της αρχαιολογίας και των υπεύθυνων κρατικών διαχειριστών της, η αποτυχία γενεών αρχιτεκτόνων, που τόσο συχνά κάναν’ το ταξίδι της Αίγινας για να μάθουν, είτε από το σπίτι του Ροδάκη, είτε από τις εκκλησίες της Παλιοχώρας, πώς γεννιέται και πώς διαβάζεται ένας χώρος.
Κάποτε τα τοπία της Αίγινας (και ας μείνουμε μόνο σ’ αυτά της Αίγινας) ενέπνευσαν, γιατί μια ολόκληρη αισθητική τα ανακάλυπτε ενώ, συγχρόνως, διαμορφώνονταν από αυτά. Αυτή η ενεργητική σχέση με το τοπίο και με την αρχιτεκτονική μέσα στο τοπίο (πέρα από την ιδεολογία που περιέκλειε και που δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου), αυτή καθ’ αυτή λοιπόν η ενεργητική σχέση διαμόρφωσης μιας κουλτούρας έχει τόση σημασία όση και αυτό το ίδιο το τοπίο. Δεν αρκεί κανείς να αναλύεται σε δάκρυα και εθνικιστικούς πλατειασμούς για την σχέση μιας γενιάς με την παράδοση. Χρειάζεται και το αντικείμενο. Το πλαστικό αντικείμενο, για να γίνει κατανοητό σε μας σήμερα για το τι πρόκειται, για τι πράγμα μιλούσαν, οι Πικιώνης, Παπαλουκάς κι άλλοι.
«Στην Αίγινα. Μόνος με την ευφροσύνην όπου χαρίζει εις τον άνθρωπον η εις "Κύριον” τούτη "αποδημία”, σμιγμένην με την πίκραν του αβέβαιου μέλλοντος»...
Πώς να φανταστεί ο Δημήτρης Πικιώνης ότι το «αβέβαιον μέλλον» δεν ήταν μόνον για τους θνητούς αλλά και για το ίδιο το αντικείμενο έμπνευσης, το Τοπίο;
Πώς να φανταστεί ο Πικιώνης ότι το αντίκρισμα και αντικείμενο «των μικρόσχημων εκείνων τοπίων της Αίγινας του Σπύρου Παπαλουκά, δηλαδή η ίδια η φύση της Αίγινας, το ίδιο το αττικό τοπίο, ξεχαρβαλώθηκε σαν άχρηστη μηχανή; Αυτά τα τοπία, αν κάποτε ενέπνευσαν και μόρφωσαν, σήμερα μένουν ανήμπορα και άλαλα, γιατί δεν υπάρχουν ούτε μάτια να τα κοιτάξουν, ούτε αυτιά για να τα ακούσουν ούτε χέρια να τα ζωγραφίσουν ούτε στόματα για να τα διηγηθούν.
Και το περίεργο είναι ότι ορισμένοι λόγιοι, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, που τα τελευταία χρόνια θυμήθηκαν ορθοδοξίες, ράσα και μας ταλάνισαν (εφήμερα, όπως τους έπρεπε) για κληρονομιές, παραδόσεις και, σε τελευταία ανάλυση ρατσιστικού τύπου ανωτερότητες του ελληνισμού, αυτοί οι ίδιοι δεν είδαν καν, ότι υπήρχε η μάχη που έπρεπε να δοθεί: Να απομείνει κάτι από την ύλη που έγινε από ένα ορισμένο πολιτισμό. Αν αυτός ο πολιτισμός πέθανε (και φυσικό ήταν να πεθάνει και καλά έκανε που πέθανε), από την άλλη αυτό που θα έπρεπε να διατηρηθεί είναι τα τεκμήριά του, τα απτά ντοκουμέντα, για να μπορέσουμε σήμερα εμείς να διατηρήσουμε, όχι τον πλάγιο δεύτερο απόηχο της αντιδραστικής βυζαντινολατρείας, αλλά την ιστορική σύγχρονη σχέση με τα παλιά πράγματα.
Και πέρα από τη γνώση που χρειάζεται ώστε να γίνει αποτίμηση των ερεθισμών των καλλιτεχνών των αρχών του αιώνα, χρειάζεται ακόμα η δική μας νέα και καινούρια αισθητική σχέση που ξεπερνά την αρχαιολογική συντήρηση και συγχρόνως την χρησιμοποιεί. Αλλά, για να γίνει αυτό, θα πρέπει να απομείνει κάτι από το σπίτι του Ροδάκη και κάτι από τις εκκλησίες της Παλιοχώρας. Κάτι πρέπει να απομείνει από την Αίγινα.
Η
Αίγινα έχει καταστραφεί φυσικά σε ένα μεγάλο μέρος της. Και έχει καταστραφεί όχι
τόσο γιατί χτίστηκαν «πολλά» (αν και για ένα εύθραυστο τοπίο η ποσότητα δεν
είναι ουδέτερη), αλλά γιατί αυτά που χτίστηκαν δεν είναι καλά. (σ.σ. η έντονη γραφή προστέθηκε από το διαχειριστή)
Στην Αίγινα βρίσκεται συμπυκνωμένο αυτό που μπορούμε να δούμε και αλλού στην Ελλάδα. Η κακή παραγγελία βρίσκει τον κακό μηχανικό και τον κακό αρχιτέκτονα που παράγουν μια πανάθλια κατασκευή, ανεμπόδιστη από πανάθλιους οικοδομικούς κανονισμούς και αποδεκτή από τους εξίσου πανάθλιους εμπνευστές τους. Αυτό που συνέβη στο νησί της Αίγινας (μικρογραφία αυτού που συνέβη και αλλού) δεν είναι θέμα μικρών ή μεγάλων κεφαλαίων, αλλά απόδειξη της κυρίαρχης αισθητικής πολιτιστικής και πολιτισμικής καταστροφής. Μέχρις εδώ όλα γνωστά.Παρ’ όλα αυτά και διότι η Αίγινα είναι ένας τόπος και αττικό τοπίο, τα οποία συμμετείχαν, όπως ειπώθηκε, στη διαμόρφωση της αισθητικής γενιών του ’20 και ’30, επιβάλλεται, έστω και αργά, έστω και τώρα, μια σωστική επέμβαση. Η πρώτη στο σπίτι του Ροδάκη. Η δεύτερη στις εκκλησιές της Παλιοχώρας.
Το σπίτι του Ροδάκη, που σήμερα ανήκει σε ιδιώτη (σ.σ. τότε ανήκε στην οικογένεια Βενιζέλου), εισήλθε στην αρχιτεκτονική συνείδηση από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, χάρη στον Δημήτρη Πικιώνη και στο μικρό βιβλίο που εκδίδει ο K. Vrieslander στα 1934. Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε εδώ αυτά που έχουν ειπωθεί για την σημασία αυτής της αρχιτεκτονικής χειρονομίας, που σήμερα την «λαϊκότητά» της θα την ερμηνεύαμε σίγουρα διαφορετικά και με άλλους όρους από αυτούς που χρησιμοποίησαν οι παλιότεροι (βλ. Δ. Φιλιππίδη, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, 1984). Αυτό όμως δεν εμποδίζει, αντίθετα προκαλεί ένα διπλό ερεθισμό ώστε να αξίζει να διατηρηθεί. Πρώτ’ απ’ όλα, η ίδια η αρχιτεκτονική του διάταξη χώρων, σχέση αυλής και εσωτερικών χώρων, τοιχοποιία και λεπτομέρειες, συμβολισμός των γλυπτών, απλά ξυλουργικά ή ξυλόγλυπτα στοιχεία (καφασωτό παράθυρο, κλπ.), μορφές «περίεργες» όπως η πόρτα με την διπλή καμπύλη:
Το σπίτι του Ροδάκη προβληματίζει ακόμα, γιατί ενώ μένει σε μια γνωστή τυπολογία κάτοψης, ξεφεύγει από τα «κλισέ», μιας και εκφράζει μια έντονη προσωπικότητα. Αυτή του ίδιου του παραγωγού της, του Ροδάκη. Ο δεύτερος ερεθισμός προέρχεται επομένως από την προσοχή (μέχρι λατρείας), που η προηγούμενη από τους «μοντέρνους» γενιά του ’50 έδωσε σε αυτή την θαμμένη σήμερα αρχιτεκτονική. Καταστραμμένο, χωρίς τα γλυπτά του (σ.σ. το 1978, αγνοούσαν πού βρίσκονταν τα γλυπτά), με σχεδόν σβησμένο το δρόμο που, όπως ο Γιώργος Κανδύλης, περιέγραψε, το αγκάλιαζε ερωτικά, το σπίτι του χωρικού Ροδάκη είναι ένα ερείπιο.
Απέναντι, πάνω στους λόφους της Παλιοχώρας, περισσότερες από τριάντα εκκλησίες ερειπώνονται ένδοξα. Αν η κάθε μια τους έχει ενδιαφέρον, γιατί παρουσιάζει μία διαφορετική τυπολογική λύση, ένα διαφορετικό τρόπο πρόσβασης, αν η κάθε μια τους έχει να επιδείξει όμορφες λεπτομέρειες τεκτονικής και διακοσμητικής, το σύνολο είναι ακόμα πιο συγκλονιστικό. Πρόκειται για ένα περίπατο, μια τυχαία διάταξη στο χώρο που γι’ αυτό το λόγο αποτελεί ακριβώς το σύνολο. Προσφέρει οπτικές γωνίες απρόσμενες στον εν κινήσει επισκέπτη που δίνουν την έντονη αίσθηση του τι είναι διάταξη στο χώρο. Είναι ο λόφος ο ίδιος κι όχι το «μνημείο». Είναι το τοπίο που προσφέρεται από κάθε εκκλησία στους απέναντι λόφους. Είναι ο τρόπος που ανακαλύπτεται κάθε μια από τις εκκλησιές στη στροφή του μονοπατιού, λίγο πιο κάτω από την στέγη που καλεί, λίγο πιο πάνω από την όψη που επιβάλλεται. Ο περίπατος, αισθητικός, αρχαιολογικός, αρχιτεκτονικός, ζωγραφικός, είναι εκεί έτοιμος. Αλλά και ετοιμόρροπος, παραμελημένος, εξουθενωμένος από τον νεόκτιστο Άγιο Νεκτάριο, που κραυγάζει απέναντι την «παχύσαρκη αθλιότητά» του, όπως και το λατομείο που, πιο πάνω, διαλύει την κορυφή ενός άλλου λόφου.
Πώς δεν καταλάβανε, ακόμα, οι λεγόμενοι υπεύθυνοι την διαφορά μεταξύ «θέας» και Τοπίου. Εδώ δεν πρόκειται για «θέα», πρόκειται για Τοπίο, δηλαδή για Ιστορία. Ποιος έδωσε τις άδειες να γίνουν ο Άγιος Νεκτάριος και το λατομείο, αυτές οι προσβλητικές επιχειρήσεις; Γνωστό! Ποιος αδιαφορεί σήμερα γι’ αυτό το σύνολο της Παλιοχώρας που θα χαθεί σίγουρα και σύντομα, αν δεν πορθούν στοιχειώδη μέτρα; Κι αυτό γνωστό!
Όπως είναι γνωστό ότι η αναστύλωση και περιποίηση τόσο της Παλιοχώρας όσο και του σπιτιού του Ροδάκη θα στοιχίσουν λίγο. Σίγουρα λιγότερο από ένα «κασέ» ποδοσφαιριστή, ενός τραγουδιστή ή μιας πλαστικής πολιτικής συγκέντρωσης. Η φλυαρία για παράδοση είναι πάντα ανάλογη της αδιαφορίας για την διατήρηση των στοιχείων εκείνων, που ίσως να μην έχουν ως πλεονέκτημα το τουριστικό δέλεαρ, μοναδικό τελικά κριτήριο επέμβασης, εκτός από χώρους «ιερούς», όπως λ.χ. η Ακρόπολη, αλλά έχουν σίγουρα την ποιότητα της μνήμης όχι του Βυζαντίου ή της «αγνής λαϊκής παράδοσης», αλλά του λόγου και της αισθητικής του 20ου αιώνα, που άρθρωσαν, κοιτάζοντας το ελληνικό τοπίο, άνθρωποι σαν τους Πικιώνη, Σεφέρη, Δούκα, Πολίτη, Χατζηκυριάκο Γκίκα...
Στο όνομα αυτών, στο όνομα του Ροδάκη και των εκκλησιών της Παλιοχώρας, στο όνομα του αττικού τοπίου που λίγα κομμάτια του μένουν ακόμα υποφερτά, πρέπει το υπουργείο Πολιτισμού να...! Περιμένοντας οι αρχιτέκτονες και αρχαιολόγοι δεν θα έπρεπε να κινητοποιηθούν για να σωθεί το σπίτι του Ροδάκη και το σύμπλεγμα της Παλιοχώρας; Έτσι !
Εις μνήμην Δημητρίου Πικιώνη.
Υ.Γ. : 1. Η ενασχόληση, στις σημερινές συνθήκες, με το μικρό ερειπωμένο σπίτι ενός ταπεινού ανθρώπου φαίνεται παράλογη. Είναι όμως; 2. Η αποτύπωση του σπιτιού του Ροδάκη έχει γίνει από το 1934 και υπάρχει σε μικρό βιβλίο. Οι αποτυπώσεις των εκκλησιών της Παλιοχώρας έχουν γίνει στα χρόνια ’61- ’63 για την έδρα Μορφολογίας (τότε) της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ.Π. Υπάρχουν ακόμη; 3. Στην έκκληση, έχουν ήδη ανταποκριθεί και προτίθενται να ενισχύσουν οικονομικά την προσπάθεια διάσωσης Γάλλοι, ευαισθητοποιημένοι από το τοπίο της Αττικής. "
Για την έρευνα: Νεκτάριος Γ. Κουκούλης
ΠΗΓΗ: Περιοδικό ΑΝΤΙ